Το πλοίο
Εκεί προσ τισ γραμμέσ του νότιου απείρου
Περήφανο ωσ λικνίζοντασ το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά η κυρία μ’ ένα βιβλίο
Στο χέρι εμελαγχολεί τι θεία ώρα
Στα βαλσ που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη και τι φιόρα
Οι έξωμεσ μηλαίδεσ και τα ζεύγη
Που ωραία στροβιλίζονταν η μπάντα
Που ανύποπτουσ σε μέθη αιθέρια εώρει
Και η κυρία ω που εκράτει πάντα
Εκείνο το βιβλίο το βαπόρι
Στο πέλαο που αγάλι έκανε κράτει
Ω η κυρία η κυρία αυτή η μοιραία
Με πάντα το βιβλίο τώρα ω νάτη
Κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία
Μα ωχρή ενώ το πλοίο πλέει ή δεν πλέει
Το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα
Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα του λέει
Μα βέβαια βυθιζόμεθα κύρια