Ο κύριος μόνος
Σε τόμουσ βιβλία χωμένοσ στη σκόνη το σπίτι βουλιάζει
Στο τέλοσ του δρόμου
Κανέναν δεν βλέπω να νοιάζει
Η πόλη αμύνεται πάντα με ύποπτο σθένοσ
Στα μπαρ δε γυρίζει συνήθειεσ τέτοιεσ δεν έχει
Δεν ξέρω αν θέλει ή αν η τσέπη του δεν το αντέχει
Περνάει τα σαράντα νομίζω
Κι’ οι φίλοι του ακόμα τον έχουν τελείωσ ξεγράψει
Περίεργοσ μόνοσ μ’ ανήσυχα μάτια
Τον κόσμο μασ γύρω και ότι συμβαίνει εξετάζει
Χαμένεσ ιθάκεσ και φάλτσο πορεία η ζωή μασ
Στο σάπιο καράβι μασ τησ πιο νοσηρήσ φαντασίασ
Κοίτα όμωσ πώσ περνάει ο καιρόσ
Μ’ αυτόσ εκεί όπωσ πάντα
Σταματάει το χρόνο στη μέση του δρόμου
Και τ’ όνειρό του γλυκό ή πικρό
Δεν υπακούει σε νόμουσ
Δε χωράει στα μέτρα τησ μανίασ του κόσμου
Οι ψίθυροι όμωσ τριγύρω
Τον θέλουνε νάναι σκοτεινόσ και μπλεγμένοσ
Με μαύρα τσιγάρα κι ανήλικα αγόρια
Με ύποπτεσ σχέσεισ τη νύχτα που βγαίνει σαν ξένοσ
Αυτό είναι το τίμημα να ζει κάποιοσ άνθρωποσ μόνοσ
Τίποτα όρθιο στησ πόλησ τον πρόστυχο νόμο
Κοίτα όμωσ πώσ περνάει ο καιρόσ
Μ’ αυτόσ εκεί όπωσ πάντα
Σταματάει το χρόνο στη μέση του δρόμου
Και τ’ όνειρό του γλυκό ή πικρό
Δεν υπακούει σε νόμουσ
Δε χωράει στα μέτρα τησ μανίασ του κόσμου