Πολύγυρος
Παντού μυρίζει ναφθαλίνη αυτή η πόλη
Στα μαγαζιά στουσ δρόμουσ και στισ μνήμεσ του θανάση
Στο κουρτινάκι του παλιού του του σπιτιού
Που κανείσ δεν αξιώθηκε να ξεκρεμάσει
Αναθυμούνται οι γέροι πωσ ο βασιλιάσ
Τουσ έστειλε αρώματα απ' την πόλη
Μα οι προεστοί τ' αρνήθηκαν
Με τισ κολόνιεσ θέριευαν οι σκόροι
Και σήμερα καχύποπτα κοιτούν τουσ ξένουσ
Τισ νοσοκόμεσ τουσ γιατρούσ κάθε ρεμάλι
Που βάζει αρώματα αντί για ναφθαλίνη
Κι όταν βραδιάσει πέφτει στην κραιπάλη
Μα τισ απόκριεσ σαράντα γενεών
Τ' απωθημένα βγαίνουν
Σ' αυτή την εβδομάδα των παθών
Που τρέχουν και δεν προλαβαίνουν
Μελαγχολία φέρνει σαν φυσάει ο νοτιάσ
Μυρίζει σαν την πόλη και το νοσοκομείο
Μαλώνει με τα ρούχα του ο χρήστοσ
Και κλείνεται ο θανάσησ στο εφημερείο
Τον βασανίζει αυτό το κουρτινάκι
Είχε δαντέλα ήτανε λευκό
Κι αν κάτι άλλο τώρα του θυμίζει
Εξορκισμένο να ‘ναι το κακό