Ο Λουκάς
Μια τρίτη ο μήνασ δεκατρείσ φτωχόσ αλήτησ και μπεκρήσ
Πήρε τον δρόμο ο λουκάσ να πάει στον κάτω κόσμο μπασ
Μπασ και βρεθεί καμιά γωνιά που να ‘χει ο μήνασ πάντα εννιά
Ο χάροντασ που καρτερεί στη πόρτα μπροσ την παγερή
Σαν πάει να μπει του κράζει μη πρώτα κατέβαινε δραχμή
Απένταροσ ρε συ λουκά πωσ πασ στον κάτω κόσμο
Κυρ χάροντά μου να χαρείσ κλάφτηκε ο γέροσ ο μπεκρήσ
Άσε να μπω να βολευτώ και την δραχμούλα στη χρωστώ
Στον κάτω κόσμο ρε λουκά πεθάνανε τα δανεικά
Μια τρίτη ποιοσ να φανταστεί από τον κόσμο τον σταχτί
Γύρισε πίσω ο λουκάσ στο καπηλειό τησ γειτονιάσ
Να δοκιμάσει άλλη μια που να ‘χει ο μήνασ πάντα εννιά
Κυρ χάροντα με συγχωρείσ κλάφτηκε