Μια βραδιά στου Τζιλιμβάκη
Οψέσ απού πινα ρακέσ με κάποιο σύντεκνό μου
Γαέρνω θωρώ πίσω μου δυο μάθια δυο ματάκια
Γιαγέρνω στο δικό μου σηφάκη είν’ ομορφούλα
Κι αμ’ ίντα μ’ αποκραίνει κι ετσά αρχίσαν ούλα
Τότεσ εγώ εξάμωσα για να τη μαγνητίξω
Τέθοια 'ναι χούγια ζόρικα που κάμουν στη σητεία
Μα το θεό σασ λέγω δε κάμαμε χαϊρι
Δε μου 'δινε καμία διάλε τη σημασία
Όπωσ καλά γροικάτε το κιαολιάσ δε με φελούσε
Αλλά εγώ ξακλούθαγα να τη θωρώ του κάκου
Ο σύντεκνοσ μουρμούραγε μανούσο σου μιλάω
Για πεσ μου ίντ’ απόκαμεσ πράμα του απαντάω
Σε μια στιγμή τα μάθια τζη στραφαίναν πέρα δώθε
Και τα δικά μου απάντηξαν σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα κι εθάρρουνα θε μου εμένανε ξανοίγει
Όμωσ εκείνη ζήτουνε να πάει ν’ αποπατήσει
Διάλε τσ’ αποθαμένουσ τζη και θα με κουζουλάνει
Για λόγου τζη απολείπομαι κι αυτή δε το κατέει
Όφου αεράκι να 'μουνα καπνόσ από 'να μπάφο
Στο μπέτη τζη να χώνουμαι κι εκείνη ασ μη με θέλει
Διάλε τσ’ απολιμάρεσ τζη και θα με κουζουλάνει
Κατάρα απού τηνε θωρεί κι απού τηνε γυρεύει
Μ’ ανάθεμά ντον πιότερο απού τηνε βατεύει
Κι απλώνει τζι χερούκλεσ του τον πούστη θα τον σφάξω
Έλα έλα τον πούστη θα τον σφάξω