Το μήλο
Το φωσ του φεγγαριού
Σπασμένο απ' τισ κουρτίνεσ
Σε χίλιεσ ασημένιεσ σερπαντίνεσ
Το άρωμα του έρωτα σκορπίζει μεσ στη νύχτα
Κουράστηκα τησ λέει καληνύχτα
Το χέρι τησ γλιστράει μηχανικά
Στο στήθοσ στο λαιμό του στα μαλλιά
Φρόνιμα λέει αυτόσ και τη φιλάει γυρνάει στο πλάι
Η ανάσα του σιγά σιγά βαραίνει
Κι εκείνη τον ακούει και σωπαίνει
Όμωσ απόψε πάλι δε νυστάζει
Και λύνει τ' άλογό τησ και καλπάζει
Και φεύγει για το άγνωστο παρέα μ' έναν άγνωστο
Το σώμα τησ λικνίζεται ντρέπεται βασανίζεται
Κι ασ είναι η απιστία τησ μόνο στη φαντασία τησ
Ναι στη φαντασία τησ
Στο βάθοσ οι σκιέσ του διαδρόμου
Και ο μακρινόσ απόηχοσ του δρόμου
Το ξυπνητήρι δείχνει δώδεκα παρά
Κι οι αποπάνω ακόμα παίζουνε χαρτιά
Μα η νύχτα προχωράει και εκείνη δεν κοιμάται
Που πήγε η ζωή τησ δε θυμάται
Σηκώνεται προσεκτικά στισ μύτεσ των ποδιών τησ
Και βγαίνει τρομαγμένη απ' τ' όνειρό τησ
Πηγαίνει στο ψυγείο το φαγητό είναι κρύο
Καλύτερα ένα μήλο λέει και παίρνει ένα μήλο
Το μήλο στο 'να χέρι στο άλλο το μαχαίρι το μαχαίρι
Αφήνει την κουζίνα βιαστικά μην τύχει και ξυπνήσουν τα παιδιά
Και τότε άρχισε να κλαίει στα σκοτεινά
Γιατί δεν είχε πια να πάει πουθενά
Το φωσ του φεγγαριού στο χρώμα τησ κουρτίνασ
Κι αυτή με το μαχαίρι τησ κουζίνασ
Το αίμα από το στήθοσ του πετιέται συντριβάνι
Στουσ τοίχουσ στα σεντόνια στο ταβάνι
Τα χέρια τησ δυο κόκκινα κλαδιά
Ανεβοκατεβαίνουν σαν σφυριά
Δεν κλαίει πια δεν ακούει ούτε μιλάει χαμογελάει
Πολύ το ευχαριστήθηκε και έπεσε και κοιμήθηκε
Και το πρωί που ξύπνησε τον χάιδεψε τον φίλησε
Που γύρισε απ' τον θάνατο
Να πάει στο μεροκάματο στο μεροκάματο
Το βράδυ πάλι με το φωσ του φεγγαριού
Θα ξαναγίνει μια λεπίδα μαχαιριού
Γιατί όπωσ έλεγε και η μάνα τησ παλιά
Το μήλο πέφτει πάντα κάτω απ' τη μηλιά